ὑδροπάροχος

ὑδροπάροχος
ὑδρο-πάροχος, ,
A one who furnishes water for irrigation, POxy.729.13, 2128.2 (ii A. D., pl.), etc.:—hence [suff] ὑδρο-παροχία, , Supp.Epigr.4.515.10 (Ephesus, i A. D.), POxy.137.22 (vi A. D.); [suff] ὑδρο-παρόχιον, τό, PLond.3.776.19; [suff] ὑδρο-παροχισμός, , POxy.1590.10 (iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδροπάροχος — ὁ, Α άτομο επιφορτισμένο με την παροχή νερού για άρδευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πάροχος (< παρέχω)] …   Dictionary of Greek

  • υδροπαροχία — ἡ, Α [ὑδροπάροχος] εφοδιασμός με πόσιμο νερό …   Dictionary of Greek

  • υδροπαροχισμός — ὁ, Α η υπηρεσία τού ὑδροπαρόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδροπάροχος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • υδροπαρόχιον — και ὑδροπαροχεῑον, τὸ, Α [ὑδροπάροχος] παροχή νερού για άρδευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”